- κήνσου
- κή̱νσου , κῆνσοςcensusmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NUMISMA Census — cuius mentio Matth. c. 22. v. 19. non certum fuit numismatis genus, quô solô tributa solverentur, sed pecunia Romana, quae sola ab exactoribus eius tributi accipiebatur. In Graeco est, τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου; quae vox κῆνσος, etsi Latina est… … Hofmann J. Lexicon universale
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek